- σοροπιάζω
- Νβλ. σιροπιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιροπιάζω — και σοροπιάζω Ν [σιρόπι / σορόπι] 1. (μτβ.) διαβρέχω, περιχύνω γλύκισμα με σιρόπι 2. (αμτβ.) α) (για διάλυμα ζάχαρης και νερού ύστερα από βρασμό) γίνομαι σιρόπι, γίνομαι παχύρρευστος σαν σιρόπι β) (για γλύκισμα) διαβρέχομαι με σιρόπι, απορροφώ… … Dictionary of Greek
σιροπιάζω — και σοροπιάζω σιρόπιασα, ρίχνω σιρόπι: Σιροπιάζω το κανταΐφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)